Συντονισμος και Δικτυωση σε Τοπικο Επιπεδο για την Ενταξη Μεταναστων

Της Δρ. Δέσποινας Κοχλιού

Η μετανάστευση έχει αναδειχθεί σε μία σημαντική και πολυδιάστατη διαδικασία στην Ευρώπη, καθώς οι οικονομικοί μετανάστες έχουν αυξηθεί δραματικά μέσα στην διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση μετά το 2004 (OECD, 2006a). Με βάση τα ευρήματα μιας συνεχώς αυξανόμενης ερευνητικής βιβλιογραφίας τόσο οι αναπτυγμένες περιοχές της ΕΕ όσο και λιγότερο αναπτυγμένες φαίνεται πως επηρεάζονται το ίδιο με την εισχώρηση μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες (United Nations, 2014). Από τη μία πλευρά, οι αναπτυγμένες περιοχές με υψηλό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ανά κάτοικο, άφθονες ευκαιρίες απασχόλησης και, κατά συνέπεια, ένα θετικό ισοζύγιο της διεθνούς μετανάστευσης τείνουν να βρίσκονται στη Δύση. Περιοχές λιγότερο αναπτυγμένες που αντιμετωπίζουν προκλήσεις όπως η δημογραφική κρίση και με αρνητικές τιμές στη μετανάστευση εντοπίζονται, από την άλλη πλευρά, κυρίως στην Ανατολή (OECD, 2006a). Εξ ου και η παλιννόστηση όσων μετακινούνται προς τα δυτικά τμήματα της Ευρώπης μετά το 2004 αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα και έχει  ισχυρές επιπτώσεις στην πολιτική των επηρεαζόμενων κρατών μελών της ΕΕ.

Τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα που η ΕΕ καλείται να αντιμετωπίσει από το 2015, δημιουργούν την ανάγκη για το σχεδιασμό και την υιοθέτηση πολιτικών ένταξης στις τοπικές κοινωνίες. Η ένταξη των μεταναστών στο τοπικό επίπεδο αποτελεί λοιπόν ένα θέμα ειδικού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη, την τελευταία δεκαετία(van Bergel et al., 2007 ). Η αυξάνουσα σημασία της οικονομίας της γνώσης σημαίνει ότι η εξεύρεση εξειδικευμένων δεξιοτήτων γίνεται ολοένα και πιο σημαντική, ενώ η δημιουργία και λειτουργία επαγγελματιών κέντρων για την εκπαίδευση των μεταναστών χαρακτηρίζεται ως κρίσιμη παράμετρος για την επίτευξη στόχων επαγγελματικής τους απορρόφησης στην αγορά εργασίας, αλλά άυξηση συνεισφοράς τους στις παρουσιαζόμενες ελλείψεις (OECD, 2006c). Οι ανειδίκευτοι μετανάστες έχουν επίσης μεγάλη ζήτηση, ειδικότερα εκεί όπου το επίπεδο και το κόστος διαβίωσης απομακρύνουν τον τοπικό πληθυσμό από χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και η δημογραφικές αλλαγές με τις μετακινήσεις του πληθυσμού σε συνδυασμό μειώνουν της αυτάρκεια της τοπικής αγοράς εργασίας (OECD, 2006c).

Για να μεγιστοποιηθούν όμως τα πιθανά πλεονεκτήματα της μετανάστευσης, κρίνεται απαραίτητο η μετανάστευση να συνοδεύεται από την ένταξη, δηλαδή τους αποτελεσματικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν ότι οι μετανάστες ενσωματώνονται αποτελεσματικά στην τοπική αγορά εργασίας  van Bergel et al., 2007). Παραδόξως, όμως την ίδια στιγμή που η σημασία της μετανάστευσης αυξάνεται σε παγκόσμια κλίμακα, υπάρχουν ανησυχητικές αποδείξεις ότι τα αποτελέσματα της ένταξης δεν φαίνεται να είναι εξίσου ευνοϊκά σε ορισμένες χώρες, όπως ήταν στο παρελθόν .

Η ένταξη των μεταναστών αποτελεί ένα τομέα πολιτικής, όπου η τοπική προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ενώ οι πολιτικές μετανάστευσης καθορίζονται συχνά, σχεδιάζονται και χρηματοδοτούνται σε εθνικό επίπεδο, οι επιπτώσεις τους για τους μετανάστες και την κοινωνία είναι έντονα αισθητές σε τοπικό επίπεδο, όπου άλλες πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής για την αγορά εργασία, αλληλεπιδρούν.

Έχουν διαπιστωθεί έντονες διακυμάνσεις μεταξύ τοπικών περιοχών όσον αφορά τον αριθμό και το είδος των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν. Ενώ ορισμένες γεωργικές περιοχές προσελκύουν μεγάλους αριθμούς προσωρινών μεταναστών, οι μετανάστες είναι πιο πιθανό συνολικά να εγκατασταθούν σε αστικές περιοχές, και σε ορισμένες πόλεις “πύλες”. Περαιτέρω, μέσα σε αυτές τις πόλεις, οι μετανάστες συχνά συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένες γειτονιές, είτε ακλουθώντας την οικογένεια και συγγενείς ή λόγω κοινωνικών δεσμών ή μέσω της ελαχιστοποίησης του κόστους διαβίωσης. Οι τοπικοί φορείς χάραξης πολιτικής είναι σε θέση να λάβουν υπόψη τις εν λόγω παραλλαγές, μαζί με την διακύμανση της ζήτησης στην αγορά εργασίας.

Έχοντας ως βάση εκκίνησης τα ανωτέρω τα παρόν κείμενο δίνει έμφαση στην ανάδειξη των κοινών αρχών και παραγόντων που κρίνονται απαραίτητα για την υποστήριξη της ένταξης μεταναστών στην τοπική κοινωνία. Ειδικότερα θα αναλυθεί η συμβολή του συντονισμού πολιτικών και της δικτύωσης υπηρεσιών, ώστε να επιτευχθούν οι ενταξιακοί στόχοι μέσα στα πλαίσια της πολιτικής μετανάστευσης της ΕΕ αλλά και της Κύπρου.

Καθώς ο πληθυσμός των μεταναστών αντιμετωπίζει όλο και πιο σοβαρά εμπόδια ένταξης στην αγορά εργασίας τόσο το πρόβλημα της ένταξης γίνεται πιο περίπλοκο. Οι μετανάστες που υποφέρουν από τη φτώχεια ως αποτέλεσμα του αποκλεισμού τους από την αγορά εργασίας συγκεντρώνονται σε γειτονιές με χαμηλό κόστος στέγασης, οι οποίες συχνά πλήττονται από την ανεργία και τη φτώχεια. Στην πιο χειρότερη εκδοχή οι μετανάστες «γκετοποιούνται», με υψηλά ποσοστά ανεργίας, σχολική αποτυχία και προβλήματα δυσαρέσκειας. Όλα τα παραπάνω που συνδέονται με τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό διαμορφώνουν ένα σύνολο επιπρόσθετων εμποδίων για τους μετανάστες που προσπαθούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.

Το πρόβλημα της ένταξης όσο περίπλοκο και αν είναι χρειάζεται να επιλυθεί, καθώς είναι μια απειλή της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής. Η επείγουσα αντιμετώπισή του πηγάζει τόσο από τα χαμηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας της ένταξης και της αυξάνουσας σημασίας που αποδίδεται στη μετανάστευση στο πλαίσιο των ζοφερών προβλέψεων για την μείωση του πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες του Βορρά. Ο πληθυσμός στις χώρες αυτές προβλέπεται να παραμείνει ο ίδιος μέχρι το 2050, με αρκετές χώρες να αντιμετωπίζουν σοβαρές μειώσεις ενώ την ίδια στιγμή σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες αναμένεται να διπλασιαστεί ή και να τριπλασιαστεί (United Nations, 2004).

Ένα διπλό πρόβλημα διακυβέρνησης

Το πρόβλημα της ένταξης των μεταναστών και των οικογενειών τους, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό  υπό το πρίσμα δύο κύριων ζητημάτων διακυβέρνησης. Το πρώτο αναφέρεται στην αναντιστοιχία μεταξύ των πολιτικών μετανάστευσης και ένταξης. Το δεύτερο στην ίδια τη φύση της ένταξης, καθώς είναι πολυδιάστατη και απαιτεί μια ολιστικού τύπου, αντιμετώπιση.

Το κενό πολιτικής

Η αναντιστοιχία μεταξύ των πολιτικών μετανάστευσης και ένταξης είναι εμφανής σε πολλές χώρες με πολιτικές μετανάστευσης που σπάνια συνοδεύονται από πολιτικές για υποστήριξη της ένταξης. Ενώ οι περισσότερες χώρες παρέχουν εξειδικευμένη βοήθεια στους μετανάστες κατά την άφιξή τους, όπως η κατάρτιση στη γλώσσα, μετά και πέρα από αυτό όμως η ένταξη στην αγορά εργασίας μεταφέρεται στις  κύριες πολιτικές της αγοράς εργασίας.

Ο στόχος των πολιτικών της αγοράς εργασίας είναι να διασφαλίσει την αποδοτικότητα της αγοράς και την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Η πολιτική της αγοράς εργασίας έχει συνήθως δύο συνιστώσες: την ένταξη στην αγορά εργασίας και την ανάπτυξη της απασχολησιμότητας του εργατικού δυναμικού. Προγράμματα για να εκπληρώσουν αυτούς τους σκοπούς περιλαμβάνουν την τοποθέτηση, την παροχή συμβουλών, τις θέσεις εργασίας οι επιδοτήσεις για την παροχή εργασιακής εμπειρίας, την επαγγελματική κατάρτιση και την παροχή βοήθειας προς την αυτό-απασχόληση. Οι μετανάστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις υπηρεσίες, όπως οποιοσδήποτε άλλος, εφόσον πληρούν τα αντίστοιχα κριτήρια επιλεξιμότητας. Δυστυχώς τα γενικά αυτά προγράμματα, δεν βοηθούν πάντοτε τους μετανάστες να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Αυτό οφείλεται κυρίως στα εξής εμπόδια: έλλειψη εργασιακής εμπειρίας στη χώρα υποδοχής, έλλειψη γνώσης σχετικά με την αξία των προσόντων, έλλειψη εξοικείωσης με τα τοπικά κοινωνικά δίκτυα και έλλειψη γλωσσικών δεξιοτήτων. Επιπλέον, ορισμένοι μετανάστες θα αποτύχει να πετύχουν αναγνώριση των τίτλους τους που απέκτησαν στην πατρίδα τους και δυσκολεύονται να λάβουν τις σωστές αποφάσεις για να προσαρμόσουν τις δεξιότητές τους στις τοπικές ανάγκες.

Οι υπηρεσίες απασχόλησης, από την άλλη πλευρά, δεν είναι εξοπλισμένες για να εκτιμήσουν την αξία των ακαδημαϊκών τίτλων του εξωτερικού ούτε το προφίλ των ικανοτήτων του μετανάστη, με συνέπεια να μην παρέχουν τις σωστές συμβουλές. Η μετάβαση από μία εγγενή σε μια ξένη αγορά εργασίας είναι μια χρονοβόρα διαδικασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, της δοκιμής και του λάθους, τα κίνητρα μειώνονται ενώ οι δεξιότητες υποτιμούνται. Η οικονομική πίεση ενθαρρύνει τους μετανάστες να λάβουν τις πλέον άμεσα διαθέσιμες και προσβάσιμες δουλειές για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην, ακόμη και αν αυτές οι θέσεις εργασίας δεν είναι σε επίπεδο ανάλογο με τις δεξιότητες και την εμπειρία τους. Είναι σαφές ότι οι δεξιότητες τους μπορεί να χαθούν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Όταν συμβεί αυτό, γεννάται μια απώλεια για την κοινωνία στο σύνολό της: είναι μια απώλεια για τη χώρα υποδοχής, ως προς τον ίδιο το μετανάστη/στρια αλλά και τη χώρα αποστολής. Επιπλέον, βλάπτοντας το επίπεδο ζωής των μεταναστών, μπορεί να έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις για τις προοπτικές της ένταξης για την οικογένεια του/της και των απογόνων τους (Kunzel, 2012).

Το πρόβλημα συντονισμού

Το δεύτερο πρόβλημα διακυβέρνησης συνδέεται με την έλλειψη συντονισμού. Όπως αναφέρεται και παραπάνω, οι μετανάστες και οι απόγονοί τους, συχνά αντιμετωπίζουν πολλαπλά εμπόδια στην ένταξή τους στην αγορά εργασίας. Οι λύσεις απαιτούν δράσεις που πρέπει να ληφθούν σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η επαγγελματική κατάρτιση, η οικονομική ανάπτυξη, η κοινωνική πρόνοια, η υγειονομική περίθαλψη και η ασφάλεια. Χρειάζεται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, που να περιλαμβάνει τον πολυεπίπεδο συντονισμό της πολιτικής και τον στρατηγικό σχεδιασμό (Bonoli, 2010, Ehrler, 2012).

Ειδικότερα, όταν νέοι μετανάστες, συγκεντρώνονται σε περιοχές αστικής υποβάθμισης ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που έχουν αφομοιωθεί επί μακρό χρονικό διάστημα. Μόνο εντατικές και συντονισμένες δράσεις θα μπορούν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς αυτά τα προβλήματα. Αυτού του είδους όμως ο συντονισμός δεν είναι εύκολος στόχος για τη δημόσια πολιτική και διοίκηση. Η αναζήτηση για ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που είναι μια βασική κινητήρια δύναμη της προόδου στις παγκοσμιοποιημένες οικονομίες έχει σημαντικό αντίκτυπο στον τρόπο με τον οποίο η  δημόσια πολιτική σχεδιάζεται και υλοποιείται. Όπως και ο ιδιωτικός τομέας έτσι και ο δημόσιος λειτουργεί προσπαθώντας να πετύχει αυστηρές αρχές και στόχους αποδοτικότητας (Pollitt and Bouchaert, 2011). Οι δημόσιες υπηρεσίες που διοικούνται με βάση τους στόχους, σημαίνει ότι η απόδοση τους αξιολογείται για την επίτευξη προκαθορισμένων στόχων.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών, οι κυβερνητικές υπηρεσίες συχνά αναθέτουν τομείς εργασίας σε ιδιωτικούς φορείς παροχής υπηρεσιών και σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς (Powell and Dowling, 2006). Επιπλέον, μια σειρά από πολιτικές ευθύνες μεταβιβάζονται στις περιφερειακές ή τοπικές αρχές, οι οποίες συχνά πραγματοποιούν τα δικά τους συμπληρωματικά προγράμματα (στον τομέα της κοινωνικής ή πολιτικής της απασχόλησης, για παράδειγμα) (Taylor-Gooby et al., 2004). Ως αποτέλεσμα η δημόσια πολιτική συνολικά παρέχεται μέσω ενός πολύπλοκου συνόλου οργανισμών που λειτουργούν σε διάφορα επίπεδα και συνδέονται μέσω διαφόρων διμερών μηχανισμών. Ο συντονισμός ή ο στρατηγικός σχεδιασμός είναι συχνά ό, τι εκτιμάται πως λείπει από αυτό το σύστημα (Saikku and Karjalainen, 2012). Πέραν του ότι εξαρτάται από τη συγκέντρωση των υπηρεσιών οι οποίες έχουν συναφθεί και ανατεθεί σε άλλους, θέτει ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης. Δεδομένου ότι οι δημόσιες υπηρεσίες που εργάζονται στον τομέα συνειδητοποιούν ότι οι πολιτικές αποτυγχάνουν επειδή η πολύπλοκη κατάσταση απαιτεί συντονισμένη απάντηση, όλοι έχουν τη δυνατότητα να προτείνουν μια διάγνωση, τη δημιουργία συνεργατικών σχέσεων, τη δημιουργία ενός δικτύου και να οδηγηθούν σε μια διαδικασία στρατηγικού σχεδιασμού με στόχο στην επίλυση του προβλήματος που έχει εντοπιστεί στο τοπικό επίπεδο (Lindsay and McQuaid, 2008). Βέβαια σε όλη αυτή τη διεργασία απαιτούνται οικονομικές δαπάνες. Καταρχήν απαιτείται χρόνος για την οργάνωση μιας αποτελεσματικής συνέργειας για την αντιμετώπιση μιας σύνθετης κατάστασης, όπως η ένταξη μεταναστών. Ακόμη συμπεριλαμβάνει τη δημιουργία σχέσεων με οργανισμούς διαφορετικής οργανωσιακής κουλτούρας όπως δήμοι, τμήματα της δημόσιας υπηρεσίας, ιδιωτικές επιχειρήσεις, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κλπ.,  που σημαίνει ότι χρειάζεται να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα επικοινωνίας και διακυβέρνησης (Martin, 2010 & Davies, 2010). Οι οργανώσεις που δρουν σε διαφορετικά πεδία πολιτικής (εκπαίδευση/κατάρτιση, κοινωνική προστασία, οικονομική ανάπτυξη) συνήθως προωθούν μία διαφορετική ατζέντα με τις δικές τους προτεραιότητες (Davies, 2010). Επιπλέον, κάποιοι οργανισμοί μπορεί να είναι αρνητικοί να εμπλακούν στην αντιμετώπιση μιας πολιτικά ευαίσθητης περιοχής μέσω μιας δράσης που μπορεί να επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα παρόλο που τα οφέλη μιας κοινής δράσης μπορεί να ωφελήσουν όλους τους εμπλεκόμενους. Υπάρχουν όμως περιορισμένα κίνητρα για έναν οργανισμό είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό να αναλάβει έναν ενεργητικό ρόλο και να ηγηθεί της διαδικασίας. Αντίθετα υπάρχουν μόνο αντικίνητρα για την ανάληψη δράσης, κοινής ή όχι. Το αποτέλεσμα είναι συχνά η έλλειψη κυβερνητικής δραστηριότητας, που κρίνεται βέβαια αρνητική για ολόκληρη την κοινωνία (van Bergel et al. 2012a).

Η μέχρι τώρα εμπειρία έχει δείξει ότι το χάσμα μεταξύ της μετανάστευσης και της ενσωμάτωσης δύναται να γεφυρωθεί (EFILC, 2006). Ωστόσο, για να συμβεί αυτό, απαιτείται ένας συνδυασμός δράσεων τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο (OECD, 2001). Η εξέταση των τοπικών πρακτικών αποκαλύπτει ότι υπάρχουν ορισμένοι μηχανισμοί που φαίνεται να είναι απαραίτητοι σε όλες τις επιτυχείς πρωτοβουλίες πολιτικής για την ένταξη των μεταναστών και των οικογενειών τους. Ένας από αυτούς είναι η συλλογή και ανάλυση πληροφοριών σχετικά με την τοπική αγορά εργασίας, για τη δομή της ζήτησης εργασίας και των ελλείψεων δεξιοτήτων σε σχέση με τον πληθυσμό των μεταναστών. Οποιαδήποτε αποτελεσματική δράση χρειάζεται να βασίζεται σε αυτές τις πληροφορίες οι οποίες βέβαια να αναλύονται σε τοπικό επίπεδο. Ένας άλλος μηχανισμός είναι η διαμεσολάβηση μεταξύ ομάδων μεταναστών και των εργοδοτών, των υπηρεσιών απασχόλησης και των οργανισμών επαγγελματικής κατάρτισης για τη σύνδεση της ζήτησης με την προσφορά εργασίας (Künzel, 2012). Και οι δύο αυτές δράσεις είναι καθοριστικός παράγοντας για την εξήγηση, εάν μια πολιτική πρωτοβουλία είναι επιτυχής ή όχι στην επίτευξη αποτελεσμάτων απασχόλησης μακράς διαρκείας για τους μετανάστες σε επίπεδο ανάλογο με τις ικανότητές τους (Bonoli, 2010). Η πρόκληση για την πολιτεία είναι να εντοπίσει τρόπους για να υποστηρίξει αυτούς τους μηχανισμούς και να τους ενσωματώσει σε ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες (Pollitt and Bouchaert, 2011). Αυτό μπορεί να επιτευχθεί όχι μόνο με την παροχή οικονομικής στήριξης στις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης και πληροφοριών για την αγορά εργασίας, αλλά και με την παροχή αναλυτικών εργαλείων που η αγορά αδυνατεί να παράσχει έτσι ώστε να βοηθηθούν οι τοπικοί φορείς να διεξάγουν αποτελεσματικές δράσεις (van Bergel et al., 2012).

Παρατηρήσεις για τις υφιστάμενες πρακτικές

Παρόλο που η πρόοδος επιτυγχάνεται σιγά-σιγά στο συνδυασμό δράσεων του δημόσιου τομέα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο και η ανάπτυξη αποτελεσματικών μηχανισμών πολιτικής, μια μεγάλη ποικιλία από άλλους φορείς έχουν αναλάβει να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο για να καλυφθεί η έλλειψη αποτελεσματικών ενεργειών από τις δημόσιες υπηρεσίες. Μια ολόκληρη σειρά από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κυρίως δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών στους μετανάστες ή/και εθνοτικές ομάδες. Οι περισσότερες από αυτές τις υπηρεσίες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε δύο κατηγορίες: α) την ανάπτυξη προσωπικών και κοινωνικών δεξιοτήτων και ii) πρόσβαση σε δίκτυα (Davies, 2010).

Η πρώτη κατηγορία των υπηρεσιών έχει ως στόχο να συμπληρώσει τις υπηρεσίες που παρέχονται από την κυβέρνηση. Αυτά περιλαμβάνουν μαθήματα γλωσσών, την επαγγελματική κατάρτιση, καθώς και μαθήματα για την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας. Ενίοτε οι δραστηριότητες αυτές είναι προσαρμοσμένες στις εθνικές ομάδες και υποστηρίζονται από ατομική καθοδήγηση και βοήθεια. Ενισχύονται επίσης από τις προσπάθειες των μη κερδοσκοπικών και εθελοντικών οργανώσεων για την προσέγγιση των πλέον απομακρυσμένων ομάδων από την αγορά εργασίας. Η δεύτερη κατηγορία των υπηρεσιών έχει ως στόχο την παροχή καλύτερων δεσμών μεταξύ των κοινοτήτων μεταναστών και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς (κυβερνητικοί οργανισμοί, οργανώσεις για την απασχόληση, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις) για να ενισχυθεί η πρόσβαση στα προγράμματα που είναι διαθέσιμα (Κοχλιού και Βάγια, 2012). Χρησιμεύουν ως οργανισμοί συνηγορίας και διεκδικούν  νέα προγράμματα και υπηρεσίες ή για αλλαγές που πρέπει να πραγματοποιηθούν στις δημόσιες υπηρεσίες για την καλύτερη εξυπηρέτηση των αναγκών των μεταναστών. Επίσης υποστηρίζουν μέτρα κατά των διακρίσεων και εκστρατείες για να ενθαρρύνουν τους εργοδότες και τα υπόλοιπα κοινωνικά σύνολα να υποδεχθούν θετικά τους μετανάστες. Άλλες δραστηριότητες περιλαμβάνουν τη δημιουργία δικτύων για ομάδες που είναι δύσκολο να προσεγγισθούν και την ανάπτυξη ικανοτήτων για την αυτο-οργάνωση και εκπροσώπηση. Ενώ και οι δύο κατηγορίες πρωτοβουλιών μπορεί να βοηθούν για να καλυφθούν τις ανάγκες της ομάδας-στόχου και να επηρεάσει την εφαρμογή των βασικών προγραμμάτων, ο μεγάλος αριθμός των τοπικών πρωτοβουλιών συμβάλλει στον περαιτέρω κατακερματισμό του περιβάλλοντος της τοπικής πολιτικής (McQuaid, 2000).

Οι πρωτοβουλίες αναπτύσσονται σε όλους τους τομείς πολιτικής: κοινωνική ένταξη, την ανάπτυξη της κοινότητας, βοήθεια της επιχειρηματικότητας, της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Οι υπηρεσίες αυτές είναι συχνά σχετικά μικρής κλίμακας, συνδέονται με μια περιορισμένη ομάδα-στόχο και παρέχονται σε μεμονωμένες γεωγραφικές περιοχές, κυρίως στα αστικά κέντρα. Οι οργανισμοί έχουν συχνά μικρή υποστήριξη σε πολιτικό επίπεδο και φυσικά μικρό αντίκτυπο στην κοινωνία ενώ έχει παρατηρηθεί ότι επαναλαμβάνουν ό,τι άλλοι οργανισμοί ή δημόσιες υπηρεσίες κάνουν. Έχουν ανεπαρκείς πόρους για να επενδύσουν στη δική τους εκπαίδευση και για να ενισχύσουν τις ικανότητές τους. Η τεχνογνωσία τους στην τοπική αγορά εργασίας και τη σχέση τους με τις υπηρεσίες απασχόλησης είναι ιδιαίτερα αδύναμη. Αν και οι πρωτοβουλίες οργανώνονται μερικές φορές με τη μορφή συνεργασίας χωρίς αποκλεισμούς, σπάνια είναι πραγματικά σε θέση να συντονίσουν τους σχετικούς τομείς πολιτικής. Αυτό δε θεωρείται αποτυχία ειδικά για τις οργανώσεις που ασχολούνται με θέματα σχετικά με την μετανάστευση. Το αντίθετο μάλιστα αυτό είναι ένα μειονέκτημα της ιδιαίτερης δράσης που έχει αναπτυχθεί σε τοπικό επίπεδο, ιδίως όταν οι τοπικοί οργανισμοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Σε ορισμένες τοπικές περιοχές, έχουν συσταθεί συνεργασίες για να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που προκύπτουν από τον κατακερματισμό της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης, αλλά αυτά δεν έχουν πάντα μεγάλη επιτυχία, αν δεν συνοδεύονται από άλλα μέτρα πολιτικής.

Έχει καταστεί σαφές ότι για τις τοπικές συμπράξεις η δημιουργία συνεταιρικών σχέσεων δεν αποτελεί επαρκή προϋπόθεση για το συντονισμό των πολιτικών (Lindsay and McQuaid, 2008, Martin, 2010). Οι συνεταιρικές σχέσεις έχουν κατά μέσο όρο μια οριακή επίδραση στην ικανότητα των υπηρεσιών να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να αναλάβουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τα τοπικά προβλήματα. Τα κυριότερα προβλήματα περιλαμβάνουν τις ανεπαρκείς σχέσεις λογοδοσίας που περιορίζουν τη δέσμευση σε και μεταξύ διυπηρεσιακών δικτύων και οργανισμών ενώ και οι αυστηρές απαιτήσεις διαχείρισης της απόδοσης οδηγούν  μεμονωμένους φορείς να ακολουθούν μια στενή προσέγγιση για την εφαρμογή της πολιτικής (Saikku and Karjalainen, 2012). Για να είναι σε θέση να έχουν αντίκτυπο στην τοπική διακυβέρνηση – και να επηρεάσουν το συντονισμό πολιτικής, την προσαρμογή στις τοπικές ανάγκες και τη συμμετοχή των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών στη διαμόρφωση των μέτρων – οι συνεταιρικές σχέσεις πρέπει να συνοδεύονται από μηχανισμούς για την προώθηση της σύγκλισης των στόχων της πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, να αυξάνουν την ευελιξία στο πλαίσιο της διαχείρισης της πολιτικής και την ενίσχυση της λογοδοσίας των συνεργασιών με τρεις τρόπους: μεταξύ των μελών, μεταξύ των αντιπροσώπων και των οργανώσεών τους και με το κοινό (OECD, 2001, 2004).

Συνδυάζοντας δυνάμεις και αναπτύσσοντας εργαλεία

Προκειμένου να διαχειριστούμε με τον καλύτερο τρόπο τα εμπόδια που οι μετανάστες αντιμετωπίζουν, θεωρείται ιδιαίτερα κρίσιμο να αυξηθεί η ευελιξία στη διαχείριση των πολιτικών που αναπτύσσονται σε εθνικό επίπεδο σχετικά με το ζήτημα της ένταξης στην αγορά εργασίας (δηλαδή την εκπαίδευση και την κατάρτιση, τις πολιτικές για την αγορά εργασίας και την οικονομική ανάπτυξη) και όχι με τη δημιουργία νέων πρωτοβουλιών πολιτικής και τη θέσπιση νέων παροχών και νέων συνεργασιών σε τοπικό επίπεδο. Εκπαίδευση και πολιτική για την αγορά εργασίας πρέπει να είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών ενώ οι πληροφορίες σχετικά με την τοπική αγορά εργασίας και τις δεξιότητες που κατέχονται από ομάδες μεταναστών χρειάζεται να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν σωστά. Χρειάζεται ευελιξία για να συνδέσουμε τις υπηρεσίες απασχόλησης με τις τρέχουσες ανάγκες των επιχειρήσεων. Επίσης, οι ευκαιρίες που προσφέρει η μετανάστευση θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται άμεσα σε κάθε άσκηση στρατηγικού προγραμματισμού σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα μηχανισμοί που προωθούν την αναβάθμιση των δεξιοτήτων και την προώθηση ευκαιριών επαγγελματικής εξέλιξης για τους μετανάστες που βρίσκονται ήδη στην απασχόληση (2006c OECD) είναι επίσης ζωτικής σημασίας, δεδομένου ότι μειώνουν το χρόνο που οι μετανάστες αναγκάζονται να περνούν έξω από την αγορά εργασίας σε προγράμματα κατάρτισης.

Η ένταξη των μεταναστών είναι ένα ζήτημα στο οποίο όλοι οι φορείς, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, έχουν ενδιαφέρον για την επιτυχή αντιμετώπιση του. Είναι ένας σύνθετος και απαιτητικός τομέα πολιτικής, καθώς περιλαμβάνει μια σειρά από αλληλένδετα ζητήματα, ωστόσο δεν είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Η επιτυχία του εγχειρήματος εξαρτάται από την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που εφαρμόζονται και την καταλληλότητα τους στην τοπική αγορά εργασίας (Denhardt and Denhardt, 2002) . Απαιτεί πολιτικό θάρρος και θέληση να αντιμετωπιστούν ορισμένα πολύπλοκα διοικητικά θέματα εκτός από θέματα πολιτικής. Η κεντρική κυβέρνηση θα πρέπει να εμπιστεύεται τις τοπικές οργανώσεις, αλλά την ίδια στιγμή να παρέχει συγκεκριμένη καθοδήγηση, ενίσχυση των ικανοτήτων και παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της πολιτικής (Ehrler, 2012). Ένας καλός συνδυασμός των τοπικών και εθνικών δράσεων είναι αυτό που θα κάνει τη διαφορά (Fuertes, 2012).

Οι οργανισμοί που ενθαρρύνουν τη συνεργασία και το συντονισμός, τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού πολιτικής αλλά και εφαρμογής είναι πιο πιθανό να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνεργασίες και δίκτυα και να επιτύχουν βιώσιμα αποτελέσματα. Για τον αποτελεσματικό συντονισμό των υπηρεσιών και την αποφυγή επανάληψης και αλληλοεπικαλύψεων, οι φορείς  πρέπει να αλληλογνωρίζονται και ιδιαίτερα τα προγράμματα που βρίσκονται στην ίδια γεωγραφική περιοχή. Αύξησης των δεσμών μεταξύ μη κυβερνητικών και των τοπικών οργανώσεων θα δώσει ώθηση σε νέες συνδέσεις και ευκαιρίες, και θα ενισχύσει την επιρροή και το κύρος των μη ισχυρών, λιγότερο γνωστών, οργανώσεων (ΜcQuaid, 2010).

Δραστηριότητες για την ενδυνάμωση του συντονισμού και της δικτύωσης

Ως καταληκτικό σχόλιο, το συγκεκριμένο έγγραφο προτείνει την ανάπτυξη πρωτοβουλιών των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής με απώτερο στόχο την ενεργό ένταξη των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες. Μια βασική δέσμη μέτρων αναφέρεται ακολούθως:

  • Συνεργασία και συντονισμός υφιστάμενων δομών από την ίδρυση νέων.
  • Χαρτογράφηση οργανισμών και προγραμμάτων που παρέχουν υπηρεσίες ευάλωτες ομάδες και ειδικότερα σε μετανάστες στις γεωγραφικές περιοχές για την αύξηση των συνεταιρικών σχέσεων και τις παραπομπές.
  • Δημιουργία ή ενημέρωση ειδικών εργαλείων συντονισμού και δικτύωσης, όπως κατάλογοι υπηρεσιών, χάρτες υπηρεσιών, και μηχανισμοί παραπομπής.
  • Βοήθεια στο συντονισμό μεταξύ οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών με τα υπουργεία, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης για μεγιστοποίηση των οικονομικών και ανθρώπινων πόρων.
  • Χρήση της διαβούλευσης συντονισμού για να βοηθηθούν οι εταίροι να συντονίζονται και να συνεργάζονται με άλλους εταίρους για την ανάπτυξη σε τοπικό, περιφερειακό, και σε εθνικό επίπεδο.
  • Ενθάρρυνση της δικτύωσης και της αμοιβαίας υποστήριξης μεταξύ των επαγγελματιών μέσω των κοινοτήτων πρακτικής, κινητής τεχνολογίας (π.χ. μηνύματα κειμένου), τα μέσα κοινωνικής δικτύων και άλλων νέων τεχνολογιών.
  • Ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των μεγαλύτερων οργανώσεων και τοπικές μικρότερες οργανώσεις, ώστε να υποστηριχθούν οι ευκαιρίες για την ανταλλαγή γνώσης και καλών πρακτικών, τη συνεργασία και τη μελλοντική χρηματοδότηση.
  • Παροχή βοήθειας στις οργανώσεις για τη διασφάλιση των προτύπων ποιότητας των υπηρεσιών τους και την ανάπτυξη διαδικασιών.

Η κάλυψη των άμεσων κοινωνικών αναγκών του πληθυσμού της συγκεκριμένης ομάδας με την παροχή γενικών ή/και εξειδικευμένων υπηρεσιών προϋποθέτει την διαρκή ανατροφοδότηση ως προς τις εν λόγω ανάγκες και τη συγκρότηση διαφορετικών επιπέδων παρέμβασης, για την προώθηση σύνθετων ενεργειών (Hastings and Saunders, 2001).

Τέλος θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα πνεύμα διοίκησης και λειτουργίας των Αρχών τοπικής Αυτοδιοίκησης ότι θα οφείλουν να αποδεικνύουν  διαρκώς και εμπράκτως τη βέλτιστη γνώση των αντικειμενικών ατομικών συλλογικών αναγκών, και να εξυπηρετούν τη συγκεκριμένη ομάδα ισότιμα και δημοκρατικά, όπως οριοθετείται από τα κατοχυρωμένα ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα.