Δρ. Στέφανος Σπανέας
Η Κύπρος τα τελευταία χρόνια έχει παρουσιάσει σημαντική βελτίωση σε θέματα ισότητας και εξάλειψης των διακρίσεων. Έχουν υπογραφεί, Διεθνείς Συμβάσεις ή Πρωτόκολλα που συνομολογήθηκαν για να διασφαλίσουν γενικά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επίσης, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η εναρμόνιση του εθνικού δικαίου με το ευρωπαϊκό, είχε ως αποτέλεσμα την υιοθέτηση ενός νομοθετικού πλαισίου που παρέχει ευρεία προστασία από τις διακρίσεις.
Ωστόσο, οι ΥΤΧ που ανήκουν σε οποιοδήποτε νομικό καθεστώς εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις. Η πρόσβασή τους στους τομείς της απασχόλησης, εκπαίδευσης, ψυχοκοινωνικής στήριξης και ιατροφαρμακευτική κάλυψη μπορεί να χαρακτηριστεί ως περιορισμένη[1]. Αυτό μπορεί να επηρεάσει και να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην κοινωνική ένταξή τους. Στις χειρότερες περιπτώσεις, αυτή η κατάσταση οδηγεί στην απώλεια του νομικού τους καθεστώτος οδηγώντας τους στην παρατυπία, πράγμα που τους καθιστά πιο ευάλωτους σε περαιτέρω διακρίσεις και τον κοινωνικό αποκλεισμό[2].
Οι ΥΤΧ που δεν ανήκουν στην κατηγορία των καθεστώτων της διεθνούς προστασία, έχουν το δικαίωμα να εργαστούν σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς εργασίας της Κύπρου για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τονίζεται, ο προσωρινός χαρακτήρας απασχόλησης που εφαρμόζεται, εφόσον πληρούνται μια σειρά από κριτήρια και προϋποθέσεις. Η άδεια προσωρινής παραμονής για σκοπούς απασχόλησης παρέχει το δικαίωμα στον ΥΤΧ να απασχοληθεί στη συγκεκριμένη απασχόληση και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπως καθορίζεται γραπτώς στην άδεια. Σε περίπτωση που ο ΥΤΧ αναλάβει άλλη απασχόληση τότε η άδεια απασχόλησης παύει να ισχύει και θεωρείται ακυρωθείσα. Σε αντίθεση η πρόσβαση των δικαιούχων διεθνούς προστασίας στην αγορά εργασίας περιορίζεται σε συγκεκριμένους τομείς οι οποίοι αποφασίζονται από το υπουργικό συμβούλιο και τη νομοθετική εξουσία. Για ζητήματα συγκρούσεων ή διαφωνιών στο χώρο εργασίας των ΥΤΧ με τους εργοδότες τους, εφαρμόζεται το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει εργασιακά θέματα, καθώς και αρμόδιες υπηρεσίες όπως το Γραφείο Εργασίας, οι αστυνομικές Αρχές αν πρόκειται για κακοποίηση και εκμετάλλευση. Ωστόσο, έχει παρατηρηθεί πως η αξιολόγηση και εξέταση των πιο πάνω ζητημάτων, δε στηρίζεται σε σύγχρονες μεθόδους, πρακτικές και νομοθεσίες. Η επίλυση εργατικών διαφορών αποτελεί καθήκον του γραφείο εργασίας Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Παπαδοπούλου, 2008).
Σε τοπικό επίπεδο η νομοθεσία δεν προωθεί τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνται για την κοινωνική ένταξη των ΥΤΧ. Συμφώνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρατσισμού και Μισαλλοδοξίας (ECRI), οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν επικυρώσει διεθνείς Συμβάσεις, όπως Συμμετοχή ΥΤΧ στη Δημόσια Ζωή σε Τοπικό Επίπεδο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Νομικό Καθεστώς των Διακινούμενων Εργαζομένων και τη Διεθνή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων όλων των Εργαζομένων και των Μελών των Οικογενειών τους. Λαμβάνοντας υπόψη τα αυξημένα ποσοστά των μεταναστευτικών ομάδων στην Κύπρο, προωθείται η άποψη πως επικυρώνοντας και υιοθετώντας συμβάσεις και νομικές πρακτικές από ευρωπαϊκές χώρες θα ενισχυθεί η ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδίου πολιτικής ένταξης των εν λόγω ομάδων (ECRI, 2011). Περαιτέρω, μέσω της εφαρμογής των πιο πάνω, θα συντείνει στην μείωση του φαινόμενου των διακρίσεων και της εργασιακής εκμετάλλευσης. Συμπερασματικά υπάρχει επιτακτική ανάγκη εφαρμογής νομοθεσιών σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου θα ευνοηθεί η δημιουργία ενός πλαισίου ισότητας, πρόσβασης και συμμετοχής, στοιχεία απαραίτητα για την Κοινωνική Ένταξη των μεταναστών, όπως αυτά προβλέπονται και από τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις.
Με βάση τα πιο πάνω η ευρωπαϊκή ένωση μέσω της Συνθήκη της Λισαβόνας, στα πλαίσια της «Εδαφικής Συνοχής» προωθεί την κατάρτιση νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας, όπου λαμβάνονται υπόψη οι αρμοδιότητες των τοπικών και περιφερειακών αρχών, οι οποίες μπορούν να διατυπώνουν τις θέσεις τους σε θέματα που τις αφορούν (Υπουργείο Εσωτερικών, 2012).[3] Αναλυτικότερα, υιοθετώντας την εν λόγω συνθήκη, διασφαλίζεται πως η κατάρτιση οποιωνδήποτε νόμων θα αρχίζει με την προσεκτική εξέταση του αντίκτυπου που έχουν οι νομοθετικές προτάσεις επί του τοπικού και περιφερειακού επιπέδου. Επιπλέον, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων, των τοπικών αρχών παρέχεται η δυνατότητα παρακολούθησης ενός νομοσχεδίου σε όλα τα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας[4]. Κατά συνέπεια, προτείνεται η υιοθέτηση και θεσμοθέτηση παρομοίων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο σχετικά με ζητήματα που αφορούν την ενσωμάτωση Υπηκόων Τρίτων Χωρών. Πιο συγκεκριμένα :
- Ενίσχυση της συμμετοχής των τοπικών αρχών στα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας καθώς και διαβούλευση με τα υπεύθυνα σώματα τα οποία ρυθμίζουν νομοθετικά πλαίσια.
- Απαιτείται η ελαχιστοποίηση των οικονομικών επιβαρύνσεων, που συνεπάγεται με οποιαδήποτε καινούργια νομοθεσία για τους τοπικούς φορείς.
- Ενθάρρυνση των τοπικών φορέων για την διοργάνωση ομάδων διαβούλευσης και συνεργασίας με εκπροσώπους των μεταναστευτικών ομάδων και τοπικούς οργανισμούς για την δημιουργία μια συλλογικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Σε Προ-νομοθετικό στάδιο οι τοπικές αρχές θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέγουν, να αξιολογούν και να καθορίζουν γραμμές χάραξης πολιτικής και παράλληλα να εισηγούνται νομοθετικές προτάσεις σχετικά με την ένταξη μεταναστών σε τοπικό επίπεδο.
- Ενίσχυση της «από τα κάτω» (bottom-up approach) διαδικασίας προωθώντας την ενεργή συμμετοχή των μεταναστών στην διαμόρφωση του σχετικού νομοθετικού πλαισίου.
[1] Βλ. ENAR Shadow Report 2008, Racism in Cyprus, October 2009
[2] Advisory Committee on the Framework Convention for the Protection of National Minorities, Third Opinion on Cyprus, adopted on 19 March 2010, ACFC/OP/III(2010)002
[3] Υπουργείο Εσωτερικών, (2012). Τοπική Αυτοδιοίκηση και Ευρωπαϊκή Ένωση, διαθέσιμο στο διαδίκτυο από: http://www.moi.gov.cy/moi/moi.nsf/All/82216E855729B794C2257AB60055564F?OpenDocument [ημ/νία πρόσβασης 10/2/2015]
[4] Έκθεση της Επιτροπής των περιφερειών, Μια νέα συνθήκη, ένας νέος ρόλος για τις τοπικές και περιφερειακές αρχές.